ἰχθυοθήρα

ἰχθυοθήρα
ἰχθυοθήρᾱ , ἰχθυοθήρας
fisherman
masc nom/voc/acc dual
ἰχθυοθήρᾱ , ἰχθυοθήρας
fisherman
masc voc sg (attic)
ἰχθυοθήρᾱ , ἰχθυοθήρας
fisherman
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰχθυοθήραν — ἰχθυοθήρᾱν , ἰχθυοθήρας fisherman masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυοθηρικός — ἰχθυοθηρικός, ή, όν (Α) [ιχθυοθήρας] 1. αυτός που ανήκει στον ιχθυοθήρα* 2. φρ. «ἰχθυοθηρική τέχνη» η τέχνη τού ιχθυοθήρα, η αλιευτική …   Dictionary of Greek

  • ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”